- λυγάω
- λυγάω (σπάν. λυγώ), λύγισα βλ. πίν. 70——————Σημειώσεις:λυγάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι σε -ώ και σε – ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόριστος σε -ισα.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λυγίζω — λυγίζω, λύγισα, λυγισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. λυγάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λυγιέμαι — βλ. πίν. 173 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: λυγιέμαι : δεν αποτελεί παθητικό του λυγάω, αλλά έχει μόνο την ειδική έννοια → κουνάω, λυγίζω ρυθμικά το σώμα μου (σε χορό κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής